"ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ", Συζήτηση με τον Θ. Βαρλάμη Η βαθιά φιλοσοφημένη προσέγγιση του Δημήτρη Αναστασίου στο ζωγραφικό γίγνεσθαι με παρακίνησε, από τη πρώτη επαφή μου με τα έργα του, να παρακολουθώ συστηματικά τη δημιουργική πορεία του 34χρονου καλλιτέχνη, με σπουδές στην ΑΣΚΤ και στο Βερολίνο. Στο εργαστήρι του, στα Βριλήσσια, αφιερώνει ολόκληρο τον δημιουργικό χρόνο του, που αφειδώλευτα και ακούραστα αναπαριστά τις εικόνες της ζωής του. Τις εικόνες του εικαστικού στοχασμού και αναστοχασμού του, μέσα από έναν ειλικρινή και διάφανο διάλογο με το είναι της υπάρξεώς του και το είναι του περιγύρου του. Μέσα από τον διάλογο για την δουλειά του, καταγράφω μερικά αποσπάσματα: Πώς αισθάνεσαι στον εικαστικό χώρο με την μέχρι τούδε δουλειά σου; Νιώθω πάντοτε και ανησυχία και αμηχανία απέναντι στη δουλειά μου. Την παρακολουθώ να εξελίσσεται και υπάρχουν φορές που -χωρίς ίχνος υπερβολής- εκπλήσσομαι με την πορεία που παίρνει, σχεδόν σαν να πρόκειται για την εργασία κάποιου άλλου. Βεβαίως, ελλείψει υπαρκτού άλλου, αναλαμβάνω την ευθύνη των έργων μου, έστω και αν συνήθως τα κατανοώ σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό αρκετά μετά την ολοκλήρωσή τους. Από εκεί κι έπειτα, μέσω μιας διαδικασίας μόνιμης αυτοαξιολόγησης, προσπαθώ να διορθώνω αυτά που αντιλαμβάνομαι ως αρνητικά και να δρομολογώ την δουλειά μου προς την κατεύθυνση που νιώθω ως σωστή. Πάντως -χωρίς να θέλω να προσδώσω μεταφυσική διάσταση σε αυτό που λέω- νιώθω περισσότερο φορέας και αγωγός των εικόνων που ζωγραφίζω, παρά δημιουργός. Η μέριμνά μου είναι να είμαι όσο καλύτερος αγωγός μπορώ. Παρακολουθώ την πορεία σου και βλέπω ότι θητεύεις στον νεο-παραστατικό χώρο με έντονα συμβολιστικά στοιχεία. Πες μου τις προδιαθέσεις που σε ωθούν σε αυτήν την εικαστική επιλογή. Έτσι ακριβώς αντιλαμβάνομαι την τάση μου προς αυτού του είδους τη ζωγραφική, ως προδιάθεση δηλαδή, και όχι ως διάθεση. Έχω την αίσθηση ότι τέτοιου είδους επιλογές δεν λαμβάνουν χώρα σε ένα κοσμοθεωρητικό κενό, μέσα στο οποίο ισαπέχουμε από τα διάφορα εικαστικά ιδιώματα και με ψυχραιμία και κατόπιν υπολογισμού αποφασίζουμε να προσεγγίσουμε το ένα έναντι ενός άλλου. Νομίζω πως ολόκληρη η σπουδή μου δεν ήταν παρά η προσπάθεια να προσεγγίσω όχι αυτό που θέλω, αλλά αυτό που μπορώ να κάνω, αυτό που -τρόπον τινά- ήταν ήδη εγγεγραμμένο μέσα μου κι εγώ έπρεπε να το ανακαλύψω. Το τι και γιατί είναι κάτι εγγεγραμμένο εντός μας έχει να κάνει κυρίως με την ίδια την βιοψυχική δομή μας, την οποία μέσα στην απίθανη πολυπλοκότητά της είναι αδύνατο να την γνωρίζουμε. Βλέπουμε μονάχα τις εκδηλώσεις και τις εκδιπλώσεις της και από εκεί και έπειτα προσπαθούμε να αντιληφθούμε και να αναστοχαστούμε το ποιόν και τη χροιά της. Εικάζω πάντως ότι, εκτός όλων των άλλων λόγων, η αναπαραστατική ζωγραφική κέρδισε μέσα μου έδαφος ήδη από πολύ μικρή ηλικία, όταν αφενός μεν διάβαζα μετά μανίας κόμικς, αφετέρου ξεφύλλιζα αχόρταγα τους τόμους ζωγραφικής των εκδόσεων Μέλισσα, έχοντας ξεχωρίσει και προσπαθώντας να αντιγράψω έργα του Hans Holbein και του Ingres, χωρίς βέβαια τότε να γνωρίζω τα ονόματά τους ή το είδος της ζωγραφικής που υπηρετούσαν. Από τότε και έως σήμερα λοιπόν, με εξαίρεση κάποιους σύντομους πειραματισμούς στα σπουδαστικά μου χρόνια με την αφαίρεση και τον εξπρεσιονισμό, η ρεαλιστική αναπαραστατική ζωγραφική ήταν ο μόνος τρόπος με τον οποίον μπορούσα να ζωγραφίζω και να μην έχω την εντύπωση ότι ψεύδομαι. Προς επίρρωσιν της εγγενούς μου τάσης και της ασύνειδης προπαιδείας μου στην αναπαράσταση, ήρθε και η πεποίθησή μου μέσα από την μελέτη της ιστορίας της τέχνης ότι η ρεαλιστική αναπαράσταση -όσο κι αν έχει κατηγορηθεί κατά καιρούς ότι έχει χάσει πλέον το νόημα της ύπαρξής της- έχει και θα έχει πάντοτε πολλά να δώσει, αφού τη θεωρώ μία από τις πιο στοιχειακές εκδηλώσεις του ανθρώπινου πνεύματος, από την πρωτόγονη ζωγραφική των σπηλαίων έως σήμερα. Ως προς τον συμβολισμό, γενικότερα πιστεύω πως κάθε αναπαραστατικό έργο τέχνης είναι κατ' ουσίαν συμβολικό, ή για να είμαι πιο ακριβής, κάθε αναπαραστατικό έργο έχει συμβολικό περιεχόμενο, από την στιγμή που ως ανα-παραστατικό έργο διατυπώνει και παράλληλα αξιώνει ερμηνεία. Αυτή μάλιστα η διπλή λειτουργία της ερμηνείας, ότι δηλαδή το ίδιο το έργο είναι ερμηνεία του κόσμου και παράλληλα ζητά την ερμηνεία του αποδέκτη του, δημιουργεί μια διμερή συνθήκη που φέρνει στην επιφάνεια και άλλη μια συμβολική λειτουργία: στους αρχαίους, με τη λέξη σύμβολον εννοείται καθένα από τα δύο κομμάτια αστραγάλου ή νομίσματος, που είχαν σπάσει και μοιράσει αναμεταξύ τους οι δύο συμμέτοχοι σε συμφωνία. Η συμβολή των δύο κομματιών ήταν που μπορούσε να επικυρώσει αυτήν τη συμφωνία. Και αυτή η διάσταση του συμβολικού, που καθιστά τον δημιουργό του έργου και τον αποδέκτη του έργου συμπράττοντες στην ολοκλήρωσή του, είναι που με ενδιαφέρει πολύ, γιατί εξαίρει μια από τις βασικές λειτουργίες της τέχνης, που είναι η επικοινωνία. Μάλιστα, ο Πωλ Ευδοκίμωφ παρατηρεί με οξυδέρκεια ότι το αντίθετο του συμβολικού (που προκύπτει από το συμβάλλω) είναι το διαβολικό (από το διαβάλλω). Θεωρώ πάντως ότι ο συμβολισμός είναι ένα εκφραστικό πεδίο πολύ γόνιμο αλλά και επισφαλές, καθώς είναι πολύ εύκολο να διολισθήσει κανείς σε ευκολίες, σε ετοιμοπαράδοτες λύσεις και σε τετριμμένες μορφές, οι οποίες ναι μεν γίνονται συνήθως εύκολα κατανοητές και αποδεκτές, αλλά μπορούν να είναι ασήμαντες, αβαθείς και ανειλικρινείς. Ειδικότερα ως προς τη δουλειά μου, προσπαθώ να αποφεύγω την αλληγορία, που κατά την γνώμη μου κλείνει και στενεύει, απλοποιεί και επεξηγεί, και να ενεργοποιώ τη συμβολική διάσταση των εικονιζόμενων πραγμάτων με πολλή προσοχή. Αυτή είναι μία από τις μεγαλύτερες καλλιτεχνικές μου αγωνίες. Και προσπαθώ να ενεργοποιώ το συμβολικό περιεχόμενο της εικόνας, όχι για να αποκρύψω το “αληθινό” νόημά της, αλλά για να το καταστήσω πολυεπίπεδο. Νομίζω πως μέσω της ενεργοποίησης του συμβολικού περιεχομένου ίσως να μπορέσω να δημιουργήσω εικόνες που να λειτουργούν με τρόπο παράλληλα κυριολεκτικό και μεταφορικό, ατομικό και υπερατομικό, σαρκαστικό και αυτοσαρκαστικό, εννοιολογικό και κριτικό, ποιητικό και ενορατικό. Το πολιτικό και κοινωνικό στοιχείο τι επίδραση έχει στις εικαστικές επιλογές σου; Η ζωγραφική μου είναι περισσότερο μια ζωγραφική κλειστών χώρων, εσωτερική, και δεν νομίζω ότι μπορεί επ' ουδενί να χαρακτηρισθεί πολιτική. Παρόλ' αυτά, στους τελευταίους μου πίνακες της ενότητας “Ε(κ)σωτερικά” γίνεται κάποια χρήση του πολιτικού και κοινωνικού στοιχείου, ακριβώς επειδή οι εικόνες αυτές στήνονται με βάση εννοιακά δίπολα (μέσα-έξω, ιδιωτικό – δημόσιο, ατομικό - συλλογικό) αλλά και πάλι το έξω, το δημόσιο και το συλλογικό, με άλλα λόγια η κοινωνικοπολιτική διάσταση του θέματος, επιτελούν μια δευτερεύουσα λειτουργία σε σχέση με το πρωτεύον, που είναι το άτομο και η θέση του μέσα σε ένα ευρύτερο πολιτισμικό πλαίσιο. Και αυτή η πολιτισμική διάσταση είναι που έχει μεγαλύτερη επίδραση στις εικαστικές μου επιλογές, από την στιγμή που την θεωρώ ευρύτερη και ουσιαστικότερη της πολιτικής – κοινωνικής διάστασης. Και τι εννοώ με αυτό: ένας άνθρωπος της ηλικίας μου που ζούσε στην Αθήνα του 1960, είναι βέβαιο ότι είχε πολύ διαφορετικά κοινωνικά ήθη και έθη από εμένα, ανήκουμε όμως και αυτός και εγώ στο ίδιο πολιτισμικό πλαίσιο, το οποίο, ακριβώς επειδή είναι πολύ σταθερότερο, εσωτερικεύεται δημιουργώντας ψυχικές χαράξεις και ψυχικούς εθισμούς που έχουν πάνω μας πολύ βαθύτερη επίδραση από τις διάφορες κοινωνικές μόδες. Αυτοί οι βαθύτεροι εθισμοί είναι που με ενδιαφέρουν περισσότερο. Βεβαίως, το πολιτικό και κοινωνικό στοιχείο έχει και μια υπόγεια, μη προγραμματική αλλά αναπόδραστη, λειτουργία μέσω των πραγματολογικών στοιχείων των εικόνων μου, αλλά αυτό δεν αφορά εμένα συγκεκριμένα, αλλά σχεδόν κάθε καλλιτέχνη που ζωγραφίζει τον περίγυρό του. Η πολιτικοοικονομική κρίση στην Ελλάδα και κατ' επέκταση η ίδια κρίση σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο σε τι βαθμό σε επηρέασε και σε επηρεάζει στη σημερινή δουλειά σου; Έχω την αίσθηση ότι μία ακόμη παρενέργεια της κρίσης, εκτός όλων των άλλων, είναι μια αμετροέπεια σε σχέση με την κρίση. Όλοι μας, ειδικοί και μη, γνωστικοί και άσχετοι, σώφρονες και άφρονες, κάνουμε λόγο για την κρίση σε βαθμό υστερίας, έτσι που να έχει καταστεί σχεδόν έλλειψη καλών τρόπων να μην αναφερθεί κάποιος στην κρίση, ακόμη και αν δεν έχει να πει τίποτα ουσιαστικό ή τίποτα που να μην έχει ειπωθεί μυριάδες φορές. Η εικαστική μου έρευνα άρχισε να μορφοποιείται και να ξεκαθαρίζει σιγά -σιγά ήδη από τα μέσα τις προηγούμενης δεκαετίας, πριν δηλαδή την κρίση, και ευελπιστώ ότι θα συνεχίσει να εξελίσσεται και να ωριμάζει και για πολύ μετά. Είναι τέτοια η καλλιτεχνική μου εργασία, που απαιτεί μια διαφορετική πρόσληψη του χρόνου, άλλης τάξεως από το επίκαιρο και το εφήμερο, από τα γεγονότα που τρέχουν και διαμορφώνουν την επικαιρότητα. Ο δημοσιογραφικός λόγος είναι ικανός να μεταφέρει αυτήν τη φρενήρη διαδοχή γεγονότων που μας επηρεάζουν λίγο ή πολύ, η ζωγραφική μου όμως έχει μια εντελώς διαφορετική σχέση με τον χρόνο, είναι αποστασιοποιημένη ως προς τα πράγματα και ενατενιστική. Και ο άνθρωπος όπως τον προσεγγίζω είναι υποκείμενο υπαρξιακό, όχι πολιτικό. Πιστεύω πως η ζωγραφική μου έχει ως θέμα την κρίση, όμως όχι την πολιτικοοικονομική, αλλά μια κρίση υπαρξιακή, μια κρίση του εγώ, η οποία είναι συνυφασμένη με την ανθρώπινη κατάσταση, η οποία είναι κατ' ουσίαν η ίδια η ανθρώπινη κατάσταση. Πώς βλέπεις την εξέλιξη της ζωγραφικής στην Ελλάδα στις μέρες μας; Προσπαθώ να ταξιδεύω όσο συχνότερα μπορώ στο εξωτερικό, ώστε να έχω μια υποτυπώδη έστω άποψη για την δουλειά των εκτός Ελλάδας ομοτέχνων μου. Αυτό που με ικανοποίηση έχω διαπιστώσει, είναι πως το σύνδρομο κατωτερότητας από το οποίο πάσχει η πλειονότητα των νέων Ελλήνων καλλιτεχνών και το δέος που αισθάνεται απέναντι στους καλλιτέχνες του εξωτερικού είναι αδικαιολόγητα, μιλώντας αυστηρά καλλιτεχνικά. Τον τελευταίο καιρό έχω δει πολύ ενδιαφέρουσες δουλειές και πιστεύω ότι είναι αρκετοί οι καλλιτέχνες της γενιάς μου που έχουν κάτι να προσφέρουν. Βεβαίως, η γνώμη μου είναι υποκειμενική, ορίζεται σαφώς από προσωπικές αρέσκειες και δεν μένει ανεπηρέαστη από το γεγονός ότι βλέπω ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον σε σχέση με την αναπαραστατική ζωγραφική, με την οποία μπορώ ως θεατής να συσχετιστώ βαθύτερα. Έχουν ευκαιρίες οι νέοι ζωγράφοι να προβάλουν τη δουλειά τους; Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Μια ματιά στους αριθμούς οδηγεί σε αποκαρδιωτικά συμπεράσματα: στο Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών της Ελλάδας υπάρχουν πάνω από 4500 εγγεγραμμένοι εικαστικοί (εκ των οποίων 3.500 δηλωμένοι ως ζωγράφοι, και 500 ως γλύπτες). Στην Αθήνα υπάρχουν, απ' όσο γνωρίζω, περίπου 50 γκαλερί και στην υπόλοιπη Ελλάδα άλλες τόσες το πολύ. Είναι εμφανές, λοιπόν, ότι οι ευκαιρίες για έναν νέο εικαστικό είναι ελάχιστες. Αν, επί προσθέτως, σκεφτούμε ότι π.χ. στο Βερολίνο των 3.500.000 εκατομμυρίων κατοίκων υπάρχουν περίπου 400 γκαλερί ( για να μην αναφέρω πόλεις με πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό από αυτόν της Αθήνας, όπως το Λονδίνο με τις 1500 γκαλερί του), καταλαβαίνουμε γιατί πάρα πολλοί νέοι Έλληνες καλλιτέχνες είναι αποφασισμένοι να δοκιμάσουν την τύχη τους εκτός Ελλάδας. Το φιλότεχνο κοινό στην Ελλάδα είναι περιορισμένο, η αγορά πολύ μικρή, η κρατική μέριμνα σε σχέση με τα εικαστικά σχεδόν ανύπαρκτη και οι δυσκολίες για έναν νέο (και όχι μόνο) καλλιτέχνη, τεράστιες, ενίοτε και απαγορευτικές. Από εκεί και πέρα, παίζει το ρόλο της και η τύχη. Προσωπικά, στάθηκα τυχερός καθώς η Αίθουσα Τέχνης Καπλανών 5, η οποία αφιερώνει αρκετό από τον εκθεσιακό της χρόνο σε νέους και πρωτοεμφανιζόμενους καλλιτέχνες, με προσέγγισε έπειτα από πρόταση του δασκάλου μου Χρόνη Μπότσογλου, ενώ ζούσα ακόμη στο Βερολίνο, και μου έδωσε την ευκαιρία να παρουσιάσω εκεί την πρώτη μου ατομική έκθεση. Έπειτα, τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Προφανώς, υπάρχουν αρκετές γκαλερί οι οποίες έχουν τα μάτια τους ανοιχτά, αναζητούν νέες προτάσεις και δίνουν ευκαιρίες σε νέους ανθρώπους, αλλά με τη δεδομένη κατάσταση, οι ελάχιστες αυτές ευκαιρίες δεν μπορούν να είναι λόγος αισιοδοξίας.
|